- καταλοχίζω
- καταλοχίζω (Α)1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλοχιζομένων — καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχίσαι — καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισθέντες — καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχίζειν — καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελόχιζον — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd pl καταλοχίζω form into imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελόχιζε — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελόχισας — καταλοχίζω form into aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελόχισεν — καταλοχίζω form into aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχίσας — καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοχισμός — καταλοχισμός, ὁ (Α) [καταλοχίζω] 1. η κατανομή σε λόχους 2. βιβλίο αναγραφής εδαφών που διανέμονταν στους στρατιωτικούς 3. εγγραφή ονομάτων σε φορολογικό κατάλογο … Dictionary of Greek